τρίκερως

τρίκερως
τρί-κερως, ων, dreikörnig

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρίκερως — ων, ΝΜΑ αυτός που έχει τρία κέρατα, τρικέρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κερως (< κέρας*), πρβλ. δί κερως] …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • τρικέρης — ο, Ν προσωνυμία τού διαβόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίκερως, κατά τα αρσ. σε ης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”